- συναπόφασις
- συναπόφασιςa combined denialfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπόφασις — άσεως, ἡ, Α 1. η από κοινού άρνηση 2. άρνηση που ισχύει για πολλούς συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπόφασις «άρνηση»] … Dictionary of Greek
συναποφάσεις — συναπόφασις a combined denial fem nom/voc pl (attic epic) συναπόφασις a combined denial fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπόφασιν — συναπόφασις a combined denial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)